βαθούλωμα

βαθούλωμα
creux

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • βαθούλωμα — το η κοιλότητα, το βαθουλό μέρος: Η σύγκρουση προκάλεσε βαθούλωμα στην πόρτα του αυτοκινήτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθούλωμα — το [βαθουλώνω] ο σχηματισμός κοιλότητας, λάκκου …   Dictionary of Greek

  • έγκοιλος — ἔγκοιλος, ον (Α) 1. κοίλος, βαθουλός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκοιλον κοιλότητα, βαθούλωμα …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • βούλιαγμα — το 1. καταβύθιση, καταποντισμός 2. καθίζηση, κατάρρευση 3. λάκκος, βαθούλωμα 4. ηθική ή οικονομική καταστροφή …   Dictionary of Greek

  • δοντοκοιλιά — η το βαθούλωμα τών ούλων όπου είναι ριζωμένο το δόντι …   Dictionary of Greek

  • εκκοίλανση — η βαθούλωμα …   Dictionary of Greek

  • κοίλανση — η (AM κοίλανσις) [κοιλαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κοιλαίνω, βαθούλωμα νεοελλ. τεχνολ. μέθοδος κατασκευής κοίλου αντικειμένου από επίπεδο φύλλο μετάλλου ή θερμοπλαστικού υλικού με κατάλληλη κατεργασία …   Dictionary of Greek

  • κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • κοίλωμα — το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) [κοιλώ] 1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου») 2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα νεοελλ. (εμβρυολ. ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ τού πεπτικού αγωγού και τού σωματικού τοιχώματος τού ζώου που σχηματίζεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”